κυλίστρα — κυλίστρᾱ , κυλίστρα place for horses to roll in fem nom/voc/acc dual κυλίστρᾱ , κυλίστρα place for horses to roll in fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίστρα — η 1. επίπεδο μέρος γεμάτο άμμο όπου κυλιούνται τα ζώα. 2. λείο και επικλινές επίπεδο πάνω στο οποίο κάθονται και κυλιούνται τα παιδιά, τσουλίστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυλίστρας — κυλίστρᾱς , κυλίστρα place for horses to roll in fem acc pl κυλίστρᾱς , κυλίστρα place for horses to roll in fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίστραι — κυλίστρα place for horses to roll in fem nom/voc pl κυλίστρᾱͅ , κυλίστρα place for horses to roll in fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίστραν — κυλίστρᾱν , κυλίστρα place for horses to roll in fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίστραις — κυλίστρα place for horses to roll in fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίστρα — ἀλίστρα, η (Α) [ἀλίνδω] αλινδήθρα, κυλίστρα τών αλόγων … Dictionary of Greek
αλογοκυλίστρα — η τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + κυλίστρα] … Dictionary of Greek
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek
κυλιστήριο(ν) — το (Α κυλιστήριον) [κυλίνδω] το μέρος όπου κυλιούνται τα ζώα, η κυλίστρα* … Dictionary of Greek